τερμιναλία

τερμιναλία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κομπρετίδες, το οποίο ανήκει στην τάξη μυρτώδη και τού οποίου ορισμένα είδη παρουσιάζουν σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον γιατί παρέχουν χρήσιμη ξυλεία, κόμμεα, ρητίνες και ταννίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. terminalia < νεολατ. terminalia < λατ. terminalis (< terminus «τέρμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τερμινάλια — τά, Α εορτή τών Ρωμαίων προς τιμήν τού θεού Τέρμονος, την οποία τελούσαν στις 23 Φεβρουαρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. terminalia < Terminus «ο όριος θεός, ο θεός προστάτης τών συνόρων»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”