- τερμιναλία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κομπρετίδες, το οποίο ανήκει στην τάξη μυρτώδη και τού οποίου ορισμένα είδη παρουσιάζουν σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον γιατί παρέχουν χρήσιμη ξυλεία, κόμμεα, ρητίνες και ταννίνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. terminalia < νεολατ. terminalia < λατ. terminalis (< terminus «τέρμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.